- παραπιεζω
- παραπιέζωπαρα-πιέζωнадавливать сбоку
(ὀφθαλμόν Sext.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ὀφθαλμόν Sext.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
παραπιέζω — ΝΑ νεοελλ. πιέζω κάποιον ή κάτι πάρα πολύ αρχ. πιέζω από τα πλάγια … Dictionary of Greek
παραπίεσις — ἡ, Α [παραπιέζω] η πίεση από τα πλάγια … Dictionary of Greek
παραπιεσμός — ὁ, Α [παραπιέζω] παραπίεσις* … Dictionary of Greek
πιέζω — ΝΜΑ και δωρ., αιολ. και μτγν. τ. πιάζω, ιων. και επικ. τ. πιεζέω Α 1. σφίγγω δυνατά, ζουλώ με δύναμη, θλίβω, συνθλίβω, συμπιέζω, ασκώ πίεση (α. «πιέζω το βαμβάκι» β. «χειρὶ ἑλὼν ἐπίεζε βραχίονα», Ομ. Ιλ.) 2. συσφίγγω, συμμαζεύω, στοιβάζω,… … Dictionary of Greek